Ελληνική Παραδοσιακή Μουσική

Βυζαντινή μουσική είναι η εξέλιξη και καλλιέργεια της
αρχαίας ελληνικής μουσικής και πήρε το όνομα αυτό από την περιοχή του Βυζαντίου
που ειναι η πρώτη ονομασία της πρωτεύουσας της νέας αυτοκρατορίας, κατά τον
Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο.
Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα
ως μελωδία. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι
εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής,
συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Οι αρχές της
χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ. , λίγο μετά τη
μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από
το Μέγα Κωνσταντίνο.
Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολό της
εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν
θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και
προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που
χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις
τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.
Μέρος της βυζαντινής μουσικής, αν και χρονικά μεταγενέστερο
μπορεί να θεωρηθεί το δημοτικό τραγούδι, αν και διαφέρει από την εκκλησιαστική
μουσική στο ότι έχει σταθερό μέτρο, ώστε να εξυπηρετείται και ο χορευτικός
σκοπός. Αυτό δεν είναι τυχαίο: στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, από τον ίδιο
πολιτισμό η μουσική είναι ενιαία. Μην ξεχνάμε πως η πρώτη φορά που διδάχτηκε
(ευρέως) η δυτική μουσική στον Ελληνικό χώρο, ήταν με την έλευση του Όθωνα.
Μέχρι τότε η μουσική που εκτελείτο, ακουγόταν καταγραφόταν και διδασκόταν (εμπειρικά
ή/και σε μουσικοδιδασκαλία) ήταν η βυζαντινή.
Λαϊκή μουσική
Λαϊκό τραγούδι (λαϊκό/ παραδοσιακό τραγούδι) ονομάζεται εκείνο το τραγούδι των Ελλήνων, δοσμένο σε ελληνική γλώσσα, που είναι εναρμονισμένο στο ύφος της ελληνικής αστικής λαϊκής μουσικής, τόσο από την αρχαιότητα, όσο και μεταγενέστερα, μετά το τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν μια νέα γενιά μουσικών αναπτύχθηκε από το ρεμπέτικο τραγούδι, στη λαϊκή μουσική της εποχής.

Στη Σμύρνη, την Πόλη και τα άλλα μεγάλα λιμάνια της αυτοκρατορίας ο Ελληνισμός ζει και δημιουργεί, αντλώντας κάθε παράδοσή του από την καλλιέργεια του πνεύματος του παγκόσμιου πολιτισμού. Σε αυτό το ισχυρό και πανάρχαιο ιστορικό δέντρο θα έρθει να ανθίσει περί τον 17ο αι. το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι των πόλεων. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, μια σειρά από διαφορετικά σχολεία προέκυψαν. Ένα μουσικό ρεύμα μεσογειακής καταγωγής (ή επιρροής) επηρέασε σημαντικά το λαϊκό τραγούδι, με έντονη χορευτική μουσική, των οποίων κύριοι εκτελεστές ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος , ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μανώλης Χιώτης (συνθέτης), ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Σπύρος Ζαγοραίος, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Ρένα Ντάλμα, η Βούλα Πάλλα κ.ά. Σε αυτό βοήθησε και η άνθιση των ελληνικών ταινιών, η περίφημη χρυσή κινηματογραφική εποχή των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Έχουμε λοιπόν, από τη μια το κοινό, ομογενοποιημένο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με όλα τα ιδιώματα της ελληνικής παραδοσιακής κουλτούρας κι από την άλλη το ιδιόμορφο μουσικό ρεύμα του αστικού ρεμπέτικου (τραγουδιού των πόλεων), δημιουργημένο από την ελληνική παράδοση, κυρίως των Ελλήνων προσφύγων.
Στο Λαϊκό του 80 η επίδραση της δυτικής ποπ μουσικής είναι εμφανής σε καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Πλούταρχος, η Νατάσα Θεοδωρίδου, ο Αντώνης Ρέμος κ.α.
Κλασική μουσική
Με τον όρο κλασική μουσική αναφέρεται ευρύτερα η
δυτικοευρωπαϊκή μουσική παραγωγή που εκτείνεται σε μία αρκετά μεγάλη χρονική
περίοδο, περίπου από το έτος 470 μ.Χ. μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.
Το επίθετο «κλασικός» προέρχεται από τη λατινική λέξη
-classicus, σηματοδοτεί δηλαδή κάτι εξαιρετικό. Διάφοροι ορισμοί συνδέουν τον
όρο με την ελληνική και λατινική αρχαιότητα, ως «συμμόρφωση του ύφους ή της
σύνθεσης με τα πρότυπα της ελληνικής και λατινικής αρχαιότητας» (Oxford English
Dictionary). Οι ορισμοί αυτοί μεταφέρθηκαν στην μουσική για να δηλώσουν
περισσότερο την διάκριση μεταξύ της «έντεχνης» μουσικής από την λαϊκή ή
παραδοσιακή. Η έννοια της κλασικής μουσικής, παρέπεμπε επομένως σε μία
«ανώτερη» μορφή μουσικής σύνθεσης, με «σοβαρούς» σκοπούς και πέρα από τον
ψυχαγωγικό χαρακτήρα.
Ο όρος «Κλασική Σχολή» χρησιμοποιήθηκε αργότερα στη Γερμανία
το 1830 για το έργο των Χάυντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν
Τζαζ μουσική
Η τζαζ είναι ένα μουσικό είδος που αποτέλεσε εξέλιξη της
λαϊκής αμερικανικής μουσικής κατά τον 19ο αιώνα, με αφρικανικές καταβολές.
Περιλαμβάνει αρκετά μουσικά είδη που στηρίχτηκαν σε ένα κοινό σκεπτικό
κατασκευής, τον μερικό ή και ολικό αυτοσχεδιασμό. Γνώρισε σημαντική ανάπτυξη
και διεθνή αναγνωρισιμότητα κατά τη δεκαετία του 1920.
Ποπ μουσική
Ποπ ονομάζεται ένα είδος μουσικής. Με αυτό τον όρο
χαρακτηρίζονται ελαφριές μορφές ξένης μουσικής, ή αντίστοιχες ελληνικές
δημιουργίες πάνω στα ίδια πρότυπα ρυθμού και μελωδίας (δεν θα πρέπει όμως να
συγχέεται με την αντίστοιχη ελληνική λαϊκή μουσική σκηνή). Ο όρος Ποπ
προέρχεται από τον αγγλικό όρο popular, που σημαίνει δημοφιλής.
Κάποια από τα πιο κοινά θέματα στα οποία αναφέρεται η ποπ
μουσική είναι τα συναισθήματα και η ρομαντική αγάπη. Τα κύρια μουσικά όργανα
που χρησιμοποιούνται είναι η κλασική κιθάρα, η ηλεκτρική κιθάρα, το αρμόνιο και
τα ντραμς.