H ρέγκε (reggae) είναι σύγχρονο μουσικό είδος που αναπτύχθηκε με επίκεντρο τη Τζαμάικα στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σε σύντομο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε κυρίαρχο είδος της τζαμαϊκανής μουσικής σκηνής, ενώ παράλληλα διαδόθηκε διεθνώς με αξιοσημείωτη απήχηση στη Βρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και στην Αφρική. Οι ρίζες της ανιχνεύονται στο παροδοσιακό είδος που ονομάζεται μέντο (mento) και χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς και στο είδος τού σκα(ska). Το μέντο χαρακτηρίζεται ως μία κατά βάση λαϊκή και εορταστική μουσική, συνδεδεμένη με το χορό, που αναπτύχθηκε αρχικά στο περιβάλλον των αγροτικών πληθυσμών της Τζαμάικα. Η μουσική σκα, επίσης ρυθμική και χορευτική, αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με χαρακτηριστικό ρυθμό 4/4, παρόμοιο με εκείνο του κλασικού rhythm and blues.
Στη δεκαετία του 1970 διαδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως μέσω Τζαμαϊκανών μεταναστών αλλά και εγχώριων μουσικών, ενώ σημαντική συνεισφορά στη διάδοση της στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές ακόμα χώρες του κόσμου είχε ο Μπομπ Μάρλεϊ, ηγέτης του συγκροτήματος The Wailers και ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες του είδους παγκοσμίως. Ο Μάρλεΐ εισήγαγε επίσης ορισμένες καινοτομίες στη ρέγκε, επιταχύνοντας ελαφρά το ρυθμό της, χρησιμοποιώντας ενισχυμένες ροκ και μπλουζ κιθάρες καθώς και ένα φωνητικό γκόσπελ τρίο (I-Threes). Επιπλέον, οι Wailers ενσωμάτωσαν στοιχεία δανεισμένα από παραδοσιακούς αφρικανικούς και τζαμαϊκανούς ρυθμούς, όπως και από τους τελετουργικούς τυμπανισμούς που αποτελούσαν μέρος της μουσικής παράδοσης του κινήματος των Ρασταφάρι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ θεωρείται η αιχμή του δόρατος της ρέγκε μουσικής, ωστόσο κατά τη δεκαετία του 1970 αρκετοί μουσικοί συνεισέφεραν επίσης στην εξέλιξη του είδους, με αποτέλεσμα την εμφάνιση αρκετών παραλλαγών του. Οι Sly and Robbieεισήγαγαν ένα γρηγορότερο είδος της ρέγκε που ονομάστηκε rockers, οι τραγουδιστές Γκρέγκορι Άιζακς και Ντένις Μπράουντραγούδησαν με το χαρακτηριστικό ύφος τους το είδος που αποκαλείται lovers rock, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε να αναπτύσσεται από DJs το πολύ δημοφιλές είδος του dancehall που χαρακτηρίζεται από το γρηγορότερο ρυθμό του, τη χρήση «συνθεσάιζερ» και rap φωνητικών.
Ως μουσικό είδος εξέφρασε κυρίως τις καταπιεσμένες και οικονομικά υποβαθμισμένες κοινωνικές τάξεις, με συχνές αναφορές στην ανάγκη ισότητας και δικαιοσύνης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στους στίχους των τραγουδιών. Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος των Maytals, Φρέντερικ Χίμπερτ, όρισε τον όρο ρέγκε σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Ρέγκε σημαίνει ό,τι προέρχεται από το λαό, κάτι καθημερινό, από το γκέτο [...] σημαίνει φτώχεια, δεινά, Ρασταφάρι, οτιδήποτε από το γκέτο. Είναι μουσική επαναστατών, ανθρώπων που δεν έχουν αυτό που επιθυμούν». Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η ρέγκε συνδέθηκε επίσης στενά με το ρασταφαριανισμό, μεταφέροντας τα κοινωνικά και θρησκευτικά μηνύματά του και συμβάλλοντας στη διάδοσή του.
Καλογεράς Γιώργος